Παρασκευή 20 Μαΐου 2022

19 Μαΐου: «Ημέρα Μνήμης για τη Γενοκτονία των Ελλήνων στο Μικρασιατικό Πόντο»

Μέσα στα τραγούδια είναι που βρίσκεις τον πόνο, τον θρήνο. “Την πατρίδα μ’ έχασα”. Η Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου. Οι σφαγές, οι καταστροφές, οι λεηλασίες, ο βίαιος ξεριζωμός από μια περιοχή που σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, οι Έλληνες υπάρχουν πριν από το 1000 π.Χ.

Οι Πόντιοι, οι άνθρωποι της θάλασσας, ο πόντος, η...

θάλασσα, ο Εύξεινος (=φιλόξενος) Πόντος, στα βόρεια παράλια της Μικράς Ασίας. Οι μεγάλες και οι σπουδαίες πόλεις, η Σινώπη (με το σπουδαίο λιμάνι), η Τραπεζούντα (η πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας των Κομνηνών, το τελευταίο καταφύγιο του Ελληνισμού), η Αμισός (η σημερινή Σαμψούντα, με ετυμολογικές ρίζες από το “εισ’ Αμισόν”, “σ’Αμισόν”), η Κερασούντα (με τον κομβικό ρόλο -και εδώ- στο εμπόριο), η Αμάσεια (η πατρίδα του αρχαίου Ελληνα γεωγράφου, του Στράβωνα), η Αργυρούπολη (με τα ορυχεία αργύρου στην περιοχή), τα Σούρμενα (με τους ξακουστούς μαχαιράδες και ναυπηγούς), τόσα και τόσα μέρη εκεί όπου για αιώνες το ελληνικό στοιχείο άκμαζε. Για αιώνες οι Έλληνες ήταν εκεί… Και μέσα σε μερικά χρόνια, ουσιαστικά από το 1914 μέχρι το 1923, η φρίκη που οδήγησε στον αφανισμό.

Όχι όμως στον ξεριζωμό της μνήμης...

Η Βουλή των Ελλήνων αναγνώρισε τη γενοκτονία, το 1994. Τότε ήταν που ψήφισε την ανακήρυξη της 19ης Μαΐου ως «Ημέρα Μνήμης για τη Γενοκτονία των Ελλήνων στο Μικρασιατικό Πόντο». Από το 1995, η Προεδρική Φρουρά ως ελάχιστο φόρο τιμής προς τον Ελληνισμό του Πόντου συμπεριέλαβε επίσημα στον κατάλογο των στολών των Ευζώνων εφέδρων και τη στολή του Πόντιου μαχητή και στο πλαίσιο της άσβεστης μνήμης και του φόρου τιμής η επίσημη αλλαγή της Προεδρικής Φρουράς γίνεται με τους Εύζωνες να είναι ενδεδυμένοι με την φορεσιά του Πόντιου αντάρτη.

Απόβαση Κεμάλ στη Σαμψούντα στις 19 Μαΐου

 Οι επιχειρήσεις της κυβέρνησης των Νεοτούρκων που κορυφώθηκαν κάτω από τις οδηγίες του Κεμάλ Ατατούρκ οδήγησαν στον αφανισμό. Ολα σύμφωνα με συγκεκριμένο σχέδιο. Η διαδικασία εξόντωσης των ελληνικών πληθυσμών του Πόντου εκτός από τις βίαιες εκδιώξεις είχε και την υποχρεωτική επιστράτευση όλων των αντρών από 15-45 ετών και καταναγκαστική δουλεία σε Τάγματα Εργασίας, κάτω από εξοντωτικές συνθήκες που αφάνιζαν μαζικά τον πληθυσμό. Οι Τσέτηδες, άτακτες μονάδες τουρκικού στρατού, που δρούσαν ανεξέλεγκτα, εξόντωναν Έλληνες και Αρμένιους, στα μετόπισθεν του Ρωσικοτουρκικού μετώπου. Ύστερα από την συνθηκολόγηση της Ρωσίας και την απόσυρση του ρωσικού στρατού από την περιοχή, εντάθηκαν οι διώξεις. Στις 19 Μαΐου 1919 έρχεται η καθοριστική στιγμή για την τύχη του ποντιακού ελληνισμού, με την απόβαση του Κεμάλ στη Σαμψούντα. Αρχίζει η δεύτερη και πιο άγρια φάση της Ποντιακής Γενοκτονίας και κατόπιν η εισβολή στην Τραπεζούντα. Η τρίτη φάση είναι με την εφαρμογή του Συμφώνου για την ανταλλαγή των πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και την υπογραφή της συνθήκης της Λωζάνης, το 1923. 

 Η αντίσταση των Ποντίων

Οι μαζικές εκτελέσεις, ο ξεριζωμός και το κλίμα τρομοκρατίας αναγκάζουν τον πληθυσμό να εγκαταλείψει τα μέρη του. Στις επιδρομές αρκετοί καταφεύγουν στα βουνά και συνεχίζουν από εκεί τον αγώνα για να περισώσουν αμάχους. Τα μέλη της ποντιακής αντίστασης φτάνουν στις 12.000 περίπου το 1921, σύμφωνα με τον ιστορικό Κωνσταντίνο Παπαρρηγόπουλο. Καταφέρνουν μια σειρά από δυνατά χτυπήματα στον οργανωμένο κεμαλικό στρατό και θα περισώσουν αμάχους. Εκτελεστικό όργανο του Κεμάλ στην περιοχή είναι ο Τσέτης, Τοπάλ Οσμάν, στον οποίον είχε αναθέσει την επιχείρηση για τη διενέργεια μαζικών επιχειρήσεων εξόντωσης κατά του τοπικού πληθυσμού.

Το 1913, 700.000 Έλληνες στον Πόντο

 Σύμφωνα με μια στατιστική του 1913, οι Έλληνες του Πόντου στη μεγαλύτερή τους ακμή, ήταν 700.000. Υπήρχαν 1.150 ναοί, 1.500 ιερείς, 1.060 σχολεία, 1.250 δάσκαλοι και 76.000 μαθητές. Ολα αυτά, πριν από την ολοσχερή καταστροφή. Μέχρι το τέλος του 1923, είχαν αφανιστεί περισσότεροι από 350.000 άνθρωποι, θύματα του Ελληνισμού που σε όλη τη Μικρά Ασία και την Θράκη φθάνουν το 1.500.000, την στιγμή που ο ελληνικός πληθυσμός της Ανατολής έφθανε τα 3.000.000. 

Ερχομός στην Ελλάδα

 Στην Ελλάδα μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών φθάνουν περίπου 1.220.000 άτομα, συνολικά από τις περιοχές της Μικράς Ασίας. Το προσφυγικό ποντιακό ρεύμα προς την Ελλάδα θα ξεκινήσει τον Νοέμβριο του 1922 και θα συνεχιστεί σε όλη τη διάρκεια του 1923, και το 1924 με την ανταλλαγή των πληθυσμών. Οι ποντιακές κοινότητες υπολογίζουν τον αριθμό των ξεριζωμένων σε 400.000 περίπου ανθρώπους. Η έλευσή τους με το πείσμα, την εργατικότητα, τις ικανότητες, την παιδεία, ο ερχομός ανθρώπων που είναι θεματοφύλακες παραδόσεων, είναι επιστήμονες, είναι καλοί τεχνίτες, δίνουν νέα πνοή στα μέρη που μένουν. Πηγαίνουν τόσο σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη όσο και στους νομούς Δράμας, Κιλκίς, Καβάλας, Χαλκιδικής, Ξάνθης, Κοζάνης, Πρέβεζας, σε πολλά μέρη της Ελλάδας και αρχίζουν από την αρχή τη ζωή τους. 

Σ(τ)ου Μελά 

 

Η Κολχίδα της μυθολογίας είναι ο Πόντος. Εκεί έφθασε ο Ιάσων με το καράβι του, την “Αργώ”. Το ελληνικό στοιχείο έντονο από αρχαιοτάτων χρόνων. Κοιτίδα της Ορθοδοξίας. Ο πρώτος κήρυκας του Ευαγγελίου ήταν ο Απόστολος Ανδρέας, ο Πρωτόκλητος. Δύο από τους μεγάλους Πατέρες της Εκκλησίας, ο Βασίλειος ο Μέγας και ο Γρηγόριος ο Θεολόγος, έζησαν και μόνασαν στον Πόντο. Από τα μέρη του Πόντου κατάγονται Μητροπολίτες, Πατριάρχες, Άγιοι, όπως ο Άγιος Ευγένιος Τραπεζούντος, ο Άγιος Γρηγόριος Νεοκαισαρείας και άλλοι. Μεγάλος αριθμός μοναστηριών. Κατά τα τέλη του 4ου αιώνα ιδρύθηκε το μεγάλο μοναστήρι της Παναγίας Σουμελά, στο βουνό Μελά (εξ ου και το “Σου Μελά”, “Στου Μελά”, δηλαδή). Το ίδρυσαν δυο καλόγεροι από την Αθήνα, ο Βαρνάβας και ο Σοφρώνιος που πήγαν στον Πόντο παρακινημένοι από ένα όνειρο που είδαν. Η παράδοση λέει ότι η εικόνα της Παναγίας Σουμελά ήταν ζωγραφισμένη από τον ευαγγελιστή Λουκά. Το μοναστήρι έπαιξε σπουδαίο ρόλο όχι μόνο στη συντήρηση του χριστιανισμού, αλλά και στην καλλιέργεια των γραμμάτων, καθώς και στην περίθαλψη των Ποντίων κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας. 

«Σο πεγάδι μ’, σην αυλή μ’»

Είναι αυτά τα τραγούδια. Του θρήνου. “Την πατρίδα μ’ έχασα”. Και λίγο πιο κάτω… “Μίαν κι' άλλο ΄σην ζωή μ’, σο πεγάδι μ' σην αυλή μ'. Νέροπον ας έπινα, όι-όι, και τ' ομμάτα μ' έπλυνα”. Πόσο βαθιά ριζωμένες οι μνήμες. “Ακόμη μία φορά στη ζωή μου, στο πηγάδι στην αυλή μου, νεράκι ας έπινα όι, όι, και τα μάτια μου να έπλενα”. Ενα από τα τόσα τραγούδια των Πόντιων που μέσα -και- από τη μουσική -και- από τους παραδοσιακούς χορούς πορεύονται τόσο περήφανα. Οι συγκεκριμένοι στίχοι στο “Την Πατρίδα μ’ έχασα”, είναι του σπουδαίου, Χρήστου Αντωνιάδη, με καταγωγή από την Ξηρολίμνη Κοζάνης. Καθηγητής στο Αριστοτέλειο Θεσσαλονίκης, σπούδασε στην Ιατρική Σχολή της Θεσσαλονίκης και στη συνέχεια της πορείας του εκπαιδεύτηκε εντατικά στην μικροχειρουργική και τη νευροδιαγνωστική. Φεύγοντας απο κοντά μας το 2013 άφησε σπουδαία παρακαταθήκη με το επιστημονικό έργο του αλλά και με την παρουσία του στα θέματα του Ποντιακού Ελληνισμού. Οι στίχοι ταξιδεύουν με τη μουσική του Κώστα Σιαμίδη. “Την πατρίδα μου έχασα, έκλαψα και πόνεσα, λιγώνομαι κι επιθυμώ όι, όι, να ξεχάσω δεν μπορώ. Ακόμη μία φορά στη ζωή μου, στο πηγάδι στην αυλή μου, νεράκι ας έπινα όι, όι, και τα μάτια μου να έπλενα. Τους τάφους μου έχασα, αυτούς που έθαψα δεν ξέχασα. Τους δικούς μας ξαναθυμάμαι όι, όι και στην ψυχούλα μου κουβαλάω. Έρημες εκκλησίες, μοναστήρια χωρίς καντήλες, πόρτες και παράθυρα όι, όι, μείνανε ορθάνοιχτα”. 

Δεν υπάρχουν σχόλια: