Δευτέρα 4 Απριλίου 2011

ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΑ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΑ ΠΟΥ ΚΙΝΔΥΝΕΥΟΥΝ ΣΗΜΕΡΑ ΝΑ ΧΑΘΟΥΝ

  ΕΡΓΑΣΙΑ ΜΑΘΗΤΩΝ & ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ ΣΤ1
Τα διάφορα επαγγέλματα των ανθρώπων, δημιουργούνται για να καλύψουν κάποιες ανάγκες που υπάρχουν στις διάφορες εποχές. Έτσι στα αρχαία τα χρόνια μπορεί να υπήρχε κάποιος τεχνίτης που θα ήταν πολύ σημαντικό  γιατί έφτιαχνε τόξα και βέλη, όμως στη σημερινή εποχή θα ήταν τελείως άχρηστος αφού κανένας δεν χρειάζεται βέλη και τόξα. Ούτε θα μπορούσε σήμερα να ζήσει κάποιος κάνοντας το επάγγελμα του πεταλωτή, γιατί δεν θα είχε καθόλου πελάτες. Σήμερα δεν υπάρχουν άλογα για να τα πεταλώσει.
Τα επαγγέλματα επομένως εξαρτώνται από την εποχή και τις ανάγκες της.
Οι μαθητές της ΣΤ΄1 τάξης θα παρουσιάσουν κάποια από τα επαγγέλματα που βρήκαν ερευνώντας τις παλιότερες εποχές, τα οποία σήμερα δεν υπάρχουν ή τείνουν να εκλείψουν, έτσι για να μην ξεχαστούν κι αυτά όπως και πολλά άλλα ακόμα στοιχεία της παράδοσής μας.

Αγωγιάτης.

Ο Αγωγιάτης ήταν ο άνθρωπος ο οποίος πραγματοποιούσε (επί πληρωμή)ιδιωτικές μεταφορές  εμπορευμάτων,τροφίμων αλλά και ανθρώπων.
Για τις υπηρεσίες του ο αγωγιάτης έπαιρνε μια πληρωμή, που λεγόταν αγώϊ. Το αγώϊ κανονιζόταν με συμφωνία άλλοτε κατά ..... τη διαδρομή (στραθιά) και άλλοτε κατά μονάδα βάρους του εμπορεύματος που μεταφερόταν.  
Η αμοιβή του αγωγιάτη ήταν σχετικά καλή για κείνα τα χρόνια, όμως η δουλειά ήταν δύσκολη και εξαντλητική.  
Αυτό το επάγγελμα υπήρχε μέχρι τη δεκαετία του ΄20 μιας και μέχρι τότε δεν υπήρχαν πολλά μεταφορικά μέσα ενώ η έλλειψη δρόμων εμπόδιζε τις μεγάλες μετακινήσεις.
Βασιλική Τυροβούζη
Γανωτής
Τα παλιά τα χρόνια τα περισσότερα σκεύη που χρησιμοποιούσαν οι άνθρωποι για τις καθημερινές τους δουλειές ιδιαίτερα στη μαγειρική ήταν τα χάλκινα , μπακιρένια αντικείμενα . Με τον καιρό όμως τα σκεύη από τη μεγάλη χρήση οξειδώνονταν και ήταν πολύ επικίνδυνα για δηλητηριάσεις. Τότε έπρεπε κάτι να γίνει, έτσι εφευρέθηκε το επάγγελμα του γανωτή ή καλαϊτζή στην τούρκικη γλώσσα. Ο γανωτής λοιπόν έπαιρνε τα  σκεύη και τα γάνωνε, δηλαδή με το λιωμένο ασημόχρωμο καλάι, έβαφε (γάνωνε) τα διάφορα αντικείμενα όπως κουτάλια, πιρούνια, μαχαίρια, ταψιά, κατσαρόλες και στη συνέχεια τα σκούπιζε με ένα βαμβάκι για να πάρουν γυαλάδα.
Το επάγγελμα του γανωτή είναι από τα  πολύ παλιά που υπάρχουν. Λένε ότι καθιερώθηκε στην εποχή του βυζαντίου και ήταν πολύ χρήσιμη η δουλειά τους, γιατί έσωζαν ανθρώπινες ζωές. 
 Χριστόδουλος Κατσίμερος
Νερουλάς = Υδρονομέας = Νεροκόπος
Στα παλιά τα χρόνια που δεν υπήρχαν βρύσες μέσα στα σπίτια, ο νερουλάς αναλάμβανε την τροφοδότηση τους με νερό. Υπήρχε συνήθως ένας νερουλάς σε κάθε γειτονιά και είχε σταθερή πελατεία .
Έκανε πολλά κοπιαστικά δρομολόγια και αμειβότανε περίπου 1 δεκάρα τον τενεκέ. Το επάγγελμα του νερουλά διατηρήθηκε μέχρι το 1930,οπότε ήρθε το νερό σε κάθε σπίτι.
Δημήτρης Γιαννακούδης

Πεταλωτής
 
Παλιά οι πεταλωτές  ήταν απαραίτητοι αφού κάθε σπίτι στο χωριό είχε και ένα ζώο για τις δουλειές του, γαϊδούρι ή μουλάρι. Ο πεταλωτής έβαζε λοιπόν στις  όπλες των  ζώων τα πέταλα. Τα εργαλεία που χρησιμοποιούσε ο πεταλωτής ήταν τα πέταλα, το σφυρί, η τανάλια, το σατράτσι και τα καρφιά.  Το πετάλωμα γινόταν και στα τέσσερα πόδια του ζώου. Αυτό γινόταν για να μπορεί να περπατάει στους κακοτράχαλους δρόμους χωρίς να πληγώνονται τα πόδια του και για να διατηρεί την ισορροπία του.
Δηλαδή τα πέταλα ήταν κάτι σαν τα παπούτσια των ζώων.
Χριστόδουλος Κατσίμερος
Σαμαράς
Παλιότερα η μεταφορά ανθρώπων και προϊόντων γινόταν αποκλειστικά με ζώα. 
Το γαϊδούρι και το μουλάρι ήταν τα πιο διαδεδομένα μέσα μεταφοράς. Ο σαμαράς κατασκεύαζε λοιπόν τον απαραίτητο εξοπλισμό που απαιτούνταν για να προσφέρει το ζώο τις υπηρεσίες του στο αφεντικό του. Αυτό ήταν το σαμάρι που κατασκεύαζε με επεξεργασμένα σανίδια πλατάνου τα οποία σκάλιζε και έδινε σχήμα ανάλογο με το σώμα του ζώου. Στις αγροτικές εργασίες και γενικότερα στις καθημερινές δραστηριότητες το σαμάρι των ζώων ήτα απλά με ξύλινο σκελετό και εσωτερική επένδυση από δέρμα ή αρνόμαλλο.
Το επάγγελμα του σαμαρά εξαφανίστηκε τον 20ο αιώνα με την εφάνιση του αυτοκινήτου.
Δημήτρης Βαγιωνάς
ΜΥΛΩΝΑΣ 
Μυλωνάδες λέγονταν στα παλιά χρόνια αυτοί που εκμεταλλεύονταν τους μύλους και άλεθαν τα σιτηρά, για να παράγουν αλεύρι, με το οποίο παρασκεύαζε   η οικογένεια το ψωμί της .
Χρησιμοποιούσαν τους  αλευρόμυλους που διακρίνονταν σε κείνους που κινούνταν με νερό τους νερόμυλους, και σε κείνους που κινούνταν με τον αέρα, που λέγονταν ανεμόμυλοι. Το βασικό εξάρτημα του ανεμόμυλου, με το οποίο εξασφαλίζονταν η κίνηση του με την επενέργεια του ανέμου, ήταν η φτερωτή, που βρισκόταν μπροστά και έξω από το κτίσμα του μύλου.  Ο βασικός κορμός του μύλου ήταν η πέτρα. Δυο πέτρινοι δίσκοι κινούνταν αντίθετα και τρίβοντας τον καρπό τον μετέτρεπαν σε αλεύρι. 
Η δουλειά του μυλωνά ήταν μοναχική, σκληρή, επίπονη αλλά προσοδοφόρα. Συνήθως δεν πληρωνόταν με χρήματα, αλλά με αλεύρι, ανάλογα με τη ποσότητα που άλεθε. (αλεστικά). 
Ιωάννα Μακρή
Παγωτατζής

Οι Παγωτατζήδες βράζανε το γάλα και προσθέτανε ζάχαρη, αυγά, κακάο ή βανίλια, ανάλογα με τη γεύση που θέλανε να φτιάξουν. Όταν έβραζε το μείγμα, το κατέβαζαν από τη φωτιά και το τοποθετούσαν σε ένα μεταλλικό κάδο, ο οποίος βρισκόταν μέσα σε ένα ξύλινο βαρέλι. Στο κενό που υπήρχε ανάμεσα στο ξύλινο βαρέλι και στο κάδο, τοποθετούσαν πάγο  και συνέχιζαν να ανακατεύουν το μείγμα μέχρι να πήξει. Φορτώνανε το βαρέλι στο καρότσι και με μια ειδική μεταλλική κουτάλα και τα χωνάκια  ξεκινούσαν τη δουλειά τους.
Κατά διαστήματα έριχναν κομμάτια πάγου εξωτερικά για να μη λιώσει το παγωτό.
Αναστάσης Κάρμης
Καλαθάς
Από τα πολύ παλιά χρόνια μέχρι και σήμερα, οι χωρικοί χρησιμοποιούσαν τα καλάθια για να μαζεύουν, να μεταφέρουν, να αποθηκεύουν και να φυλάνε διάφορα αγροτικά προϊόντα, εμπορεύματα, ή διάφορα υλικά του νοικοκυριού τους. 
Τα καλάθια αυτά  κατασκευάζονταν από τους καλαθοποιούς.
Οι καλαθάδες λοιπόν χρησιμοποιούσαν καλάμια από τις όχθες των ποταμιών ή των λιμνών.
Τα  έκοβαν, τα  καθάριζαν ,τα στεγνώνανε στον ήλιο  και στη συνέχεια  με τη βοήθεια ενός κοφτερού μαχαιριού,  τα έσχιζαν σε μακριές λουρίδες.  
Τις λουρίδες αυτές  των  καλαμιών τις έπλεκαν κι έφτιαχναν καλάθια και πανέρια, σε διάφορα μεγέθη. 
Έπειτα τα πουλούσαν σε διάφορες γιορτές - πανηγύρια ή τα ανταλλάσανε με διάφορα άλλα είδη.
Αθανασία Επικούρου
Καροποιός
Πριν από μερικές δεκαετίες, από το 1920 και μέχρι το 1970, το επάγγελμα του καροποιού ήταν ιδιαίτερα χρήσιμο και ειδικά πριν εμφανιστούν τα φορτηγά αυτοκίνητα. Τα κάρα ήταν δίτροχα ή τετράτροχα αμάξια, που τότε ήταν τα φορτηγά της εποχής. Φορτηγά που τα έσερναν όμως τα γαϊδουράκια, τα μουλάρια, τα άλογα και τα βόδια, ανάλογα με τη χρήση που είχε το κάθε κάρο. Στα χωριά ήταν το μοναδικό μέσο για μεταφορές ανθρώπων, εμπορευμάτων, εργαλείων και άλλων αντικειμένων.
Τα κάρα ήταν φτιαγμένα με ξύλα και σίδερα και γινόταν από ειδικούς τεχνίτες, τους καροποιούς. Χρειαζόταν μεγάλη τέχνη  για να γίνει ένα κάρο. Τα εργαλεία που χρησιμοποιούσαν τα πιο παλιά χρόνια ήταν το σκεπάρνι για να πελεκάνε το ξύλο, ο ξυλοφάγος για να λιμάρουν και να ισιώνουν τις επιφάνειές του, η βαριά, ένα βαρύ σφυρί, το πριόνι, το σφιχτήρι, η αρίδα για να ανοίγουν τρύπες. 
Τα κάρα έπρεπε να είναι γερά κατασκευασμένα, γιατί έπρεπε να αντέχουν στη σκληρή χρήση, αλλά και στους κακοτράχαλους δρόμους, που ήταν χωματόδρομοι και γεμάτοι με πέτρες και λακκούβες. Συνήθως ζημιά πάθαιναν οι ρόδες τους, που τις επισκεύαζε ο αμαξάς πάλι στους καροποιούς.
Σωτήρης Ταρκάσης
Κουλουρτζής ή κουλουράς
Ένα επάγγελμα που υπήρχε παλιά και τείνει σήμερα να εξαφανιστεί είναι ο κουλουράς.
  Ο Κουλουράς  λοιπόν, ήταν  ο υπαίθριος μικροπωλητής ο οποίος πουλούσε  κουλούρια .
  Κάθε πρωί ο κουλουρτζής, σύχναζε σε μέρη όπου περνούσε πολύς κόσμος, - συνήθως σε κεντρικά σημεία των πόλεων - έστηνε το τραπεζάκι του με τα τακτοποιημένα σουσαμένια κουλούρια του και τα πουλούσε. 
Χαρακτηριστική ήταν η προτροπή των κουλουρτζήδων  («Φρέσκα κουλούρια»), για να αγοράσουν  όλοι το προϊόν τους ....
Υρώ Πελιτάρη

Ο παγοπώλης

Το επάγγελμα του παγοπώλη υπήρχε ως τη δεκαετία του 1960. 
Ο παγοπώλης λοιπόν ήταν αυτός που πουλούσε τον πάγο στις νοικοκυρές γιατί εκείνη την εποχή  δεν υπήρχαν ψυγεία όπως σήμερα για να συντηρήσουν τα τρόφιμά τους. 
Περνούσε από τις γειτονιές κάθε μέρα,  με το ειδικά διαμορφωμένο  φορτηγό του  ή τρίκυκλο του γεμάτο πάγο, (ολόκληρη κολώνα ή μισή) και τροφοδοτούσε  όχι μόνο τα σπίτια αλλά και τα διάφορα μικρά μαγαζιά. 
Ο παγοπώλης φορούσε τα γάντια του για να μην παγώνουν τα χέρια του και με ένα γάντζο έπιανε τον πάγο τον έκοβε και τον έδινε.
Οι νοικοκυρές, τοποθετούσαν τον πάγο  στο ψυγείο εκείνης της εποχής (που το έλεγαν παγωνιέρα).
Εκεί διατηρούσαν τα τρόφιμά τους  και είχαν και  δροσερό νερό το καλοκαίρι.
Στις μέρες μας, έχει εξαλειφθεί το επάγγελμα αυτό, γιατί με την ανάπτυξη της τεχνολογίας όλοι τώρα στα σπίτια μας διαθέτουμε σύγχρονα ψυγεία.
Παναγιώτης Λαγάνης
Μάριος Δουρδούμας
Κεντήτρια 

Ένα παλιό επάγγελμα που σήμερα τείνει να εξαφανιστεί  είναι της κεντήτριας.Και αυτό συμβαίνει γιατί αντικαταστάθηκαν τα εργατικά χέρια με τις μηχανές....
Τα επιδέξια χέρια  της κεντήτριας εκείνης της εποχής  κατάφερναν  να δημιουργούν πάνω στο ύφασμα, τέλεια σχέδια και καλλιτεχνικά δοσμένα, που ούτε και  η τελειότερη μηχανή σήμερα  δε θα μπορούσε να αποδώσει με τόση λεπτομέρεια, χάρη, ρυθμό και αρμονία. 
Όλα τα σχέδια των κεντημάτων, ήταν εμπνευσμένα από τη φύση και το περιβάλλον και έπαιρναν ιδιαίτερη μορφή με το συνδυασμό των βελονιών  πάνω σε διάφορα υφάσματα.
Αυτά τα έργα τέχνης, τα πουλούσαν και μ΄αυτό το τρόπο  συντηρούνταν οικονομικά κάποιες οικογένειες. 
Εδώ πρέπει να τονίσουμε ότι υπήρχαν και υπάρχουν ακόμη και σήμερα τα εκκλησιαστικά κεντήματα.
Δυστυχώς πολλά από τα παλιά σχέδια δε συνεχίζουν να γίνονται, λόγω της δυσκολίας στην εκτέλεση και του χρόνου που απαιτεί η κατασκευή τους, με κίνδυνο να εξαφανιστεί εξ ολοκλήρου η τεχνική του παραδοσιακού κεντήματος. 
Σοφία Γιακουμή
Λούστρος
Επαγγελματίας λούστρος ήταν αυτός που περιφέρονταν σε διάφορα στέκια της πόλης -καφενεία, καταστήματα, υπηρεσίες και διάφορα σημεία των δρόμων- και έβαφε τα παπούτσια των πελατών του.
Ο εξοπλισμός που διέθετε ήταν ένα ξύλινο κασελάκι (κιβώτιο), που στις πλαϊνές του θήκες είχε τις μπογιές των παπουτσιών, τις βούρτσες και ό,τι άλλο χρειαζόταν ο λούστρος για τον καθαρισμό και το γυάλισμα των παπουτσιών. Το κασελάκι αυτό με ένα μακρύ, γερό, δερμάτινο λουρί κρεμιόταν στον ώμο του ιδιοκτήτη, ο οποίος στο άλλο χέρι κρατούσε κι ένα μικρό καρεκλάκι. Αυτή ήταν όλη η περιουσία του λούστρου, που την μετέφερε εύκολα από το ένα στέκι στο άλλο. Ο πελάτης τοποθετούσε το πόδι του στο κέντρο του κιβωτίου, πάνω σε μια μπρούντζινη υπερυψωμένη βάση σε σχήμα παπουτσιού. Και ο λούστρος άρχιζε τη δουλειά του με γρήγορες κινήσεις: καθάρισμα, βάψιμο, γυάλισμα (Πρώτα του ενός παπουτσιού, ύστερα του άλλου). Μάλιστα πριν χρησιμοποιήσει τη μπογιά του τοποθετούσε δυο κομμάτια χαρτόνια στα πλαϊνά του παπουτσιού, ώστε να μη λερώσει τις κάλτσες του πελάτη του.
Το επάγγελμα βέβαια έχει εκλείψει σήμερα, μετά τις τόσες εύκολες βαφές παπουτσιών που κυκλοφορούν στο εμπόριο και μπορεί ο καθένας να βάψει εύκολα τα παπούτσια του. Που και που θα συναντήσει κανείς κανέναν πλανόδιο λούστρο, ο οποίος αποτελεί κάτι το αξιοπερίεργο για τους τουρίστες.
Γρέκου Ροδούλα
Ο γαλατάς

Το επάγγελμα του γαλατά δεν το συναντούσες στα χωριά παρά μόνο στις μικρές και μεγάλες πόλεις. Στα χωριά σχεδόν όλες οι οικογένειες είχαν δικά τους ζώα και το έβρισκαν εύκολα. Στις πόλεις όμως οι αστικές οικογένειες το αγόραζαν από τα γαλατάδικα ή τα μικρά συνοικιακά ζαχαροπλαστεία. 
Εμείς όμως θα πάμε ακόμη λίγο παλιότερα. 
Τότε που υπήρχε ο πλανόδιος γαλατάς. Φόρτωνε τα γκιούμια του με το φρέσκο γάλα πάνω στο γαϊδουράκι και ξεκινούσε πολύ πρωί από το χωριό για την πόλη. Κάθε ημέρα έπρεπε να είναι ακριβής στην ώρα του γιατί τον περίμενε η κάθε νοικοκυρά με τη δική της κανάτα. Συνήθως ήταν μπακιρένια ή πήλινη. Μερικές πολυάσχολες νοικοκυρές άφηναν το άδειο σκεύος έξω από την πόρτα για να το γεμίσει ο γαλατάς, σκεπασμένο συνήθως με μια πέτρα από το φόβο της γάτας. Το γάλα αυτό, υποχρεωτικά οι νοικοκυρές έπρεπε να το βράσουν καλά, γιατί μπορούσε να προκαλέσει πυρετό.    Ο γαλατάς είχε καθημερινά τη δική του πελατεία.
 Σήμερα, το επάγγελμα αυτό σχεδόν έχει εξαφανιστεί γιατί   το γάλα το αγοράζουμε, ως επί το πλείστον, από τα καταστήματα τροφίμων που είναι συσκευασμένο από μεγάλες βιομηχανίες και κυκλοφορεί σε διάφορες μορφές.
Λουάν Κοβάτσι
Καστανάς
 Τo επάγγελμα του Καστανά ήταν εποχιακό. Ξεκινούσε τη δουλειά του στις αρχές του φθινοπώρου και δούλευε μέχρι το τέλος του χειμώνα. 
Μόλις έπιαναν τα πρωτοβρόχια ο Καστανάς ετοίμαζε τη Φουφού, προμηθεύονταν τα κάστανα κι έπιανε τη γωνιά κάποιου πολυσύχναστου δρόμου. Η Φουφού (φορητό μαγκάλι) ήταν τσίγκινη και στρογγυλή, χωρισμένη συνήθως σε τρία μέρη, όπου τοποθετούσε κατά μέγεθος τα κάστανα. Κάθε μέγεθος και διαφορετική τιμή. Μέχρι να πυρώσει η φωτιά, χαράκωνε μ’ ένα μαχαίρι τα κάστανα και ύστερα τα ΄ριχνε στη Φουφού να ψηθούν.
Μόλις άρχιζαν να σκάζουν τα κάστανα, έπιανε τη μασιά και τα γύριζε απ’ την άλλη μεριά. Αφού ψήνονταν τα απομάκρυνε από τη Φουφού. Έπιανε τότε την τσιμπίδα ο Καστανάς και γέμιζε το χωνάκι που είχε φτιάξει από παλιές εφημερίδες και πουλούσε τα ψημένα κάστανα στους περαστικούς.
Νίκος Κόντης

4 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Σας ευχαριστώ με βοηθήσατε πολύ!!!

Ανώνυμος είπε...

ΣΑΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΠΑΡΑ ΠΟΛΥ ΜΕ ΒΟΗΘΗΣΑΤΕ ΠΟΛΥ!!!!!!!!!

Ανώνυμος είπε...

Είστε οι ηρωές μου!!!

Ανώνυμος είπε...

ΜΕ ΣΩΣΑΤΕΕΕ!!