Σάββατο 27 Απριλίου 2013

ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΑ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΑ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΕΚΛΕΙΨΕΙ



Τα διάφορα επαγγέλματα των ανθρώπων δημιουργούνται για να καλύψουν κάποιες ανάγκες που υπάρχουν στις διάφορες εποχές. Έτσι στα αρχαία τα χρόνια μπορεί να υπήρχε κάποιος τεχνίτης που θα ήταν πολύ σημαντικό γιατί έφτιαχνε τόξα και βέλη, όμως στη σημερινή εποχή θα ήταν τελείως άχρηστος αφού κανένας δεν χρειάζεται βέλη και τόξα.  Τα επαγγέλματα επομένως εξαρτώνται από την εποχή και τις ανάγκες της. 
Εμείς θα παρουσιάσουμε κάποια από τα επαγγέλματα που βρήκαμε ερευνώντας τις παλιότερες εποχές τα οποία σήμερα δεν υπάρχουν ή τείνουν να εκλείψουν, έτσι για να μην ξεχαστούν κι αυτά όπως και πολλά άλλα ακόμα στοιχεία της παράδοσής μας....


 Αγγειοπλάστης
Η αγγειοπλαστική είναι μια από τις αρχαιότερες τέχνες που αναπτύχθηκαν στη χώρα μας και ιδιαίτερα στην Κρήτη, το επάγγελμα του αγγειοπλάστη  ασκούνταν κυρίως σε περιοχές, όπου υπήρχε το κατάλληλο χώμα αγγειοπλαστικής και όπου υπήρχε τεχνική αγγειοπλαστική παράδοση. Τέτοιες περιοχές ήταν ορισμένα χωριά της επαρχίας Ιεραπέτρας και Πεδιάδας και προ πάντων στο χωριό Θραψανό Πεδιάδας Ηρακλείου, όπου όλοι οι κάτοικοι άντρες, γυναίκες και παιδιά ασχολούνταν με την αγγειοπλαστική από πάρα πολύ παλιά χρόνια. Ιδιαίτερα τα Κρητικά πιθάρια είναι γνωστά από τους Μινωικούς χρόνους η τεχνική των οποίων μεταβιβάζεται από τους γονείς στα παιδιά που παίζοντας από μικρά μαθαίνουν να πλάθουν και να σχεδιάζουν πιθάρια και κάθε άλλου είδους αγγεία ώστε να εξελίσσονται σε θαυμαστούς δεξιοτέχνες της επεξεργασίας του πηλού.

Οι αγγειοπλάστες κατασκεύαζαν όλα εκείνα τα πήλινα χρηστικά αντικείμενα για  την κάλυψη των αναγκών  των κατοίκων της υπαίθρου και των πόλεων που απαιτούσε η οικιακή χρήση. Ενδεικτικά, μερικά από τα αντικείμενα αυτά  ήταν τα πήλινα πιάτα, τα ταψιά, τα τσικάλια, η στάμνα, το σταμνί, το λαΐνι, ο κουνενός, το κουτούτο, ο μαστραπάς, το κιούπι, η λεκανίδα, το μίστατο, το λαδικό,  τα πιθάρια (λαδοπίθαρο, κρασσοπίθαρο, πιθάρι σιταριών, καρπών, ψωμιού, μελοπίθαρο κ.α.)

Τα αντικείμενα αυτά χρησιμοποιούνταν για τις ανάγκες εστίασης, για την αποθήκευση προϊόντων όπως του κρασιού της τσικουδιάς, του λαδιού, του μελιού, του νερού, της γλίνας, του ντοματοπελτέ, των οσπρίων αλλά και για την ικανοποίηση άλλων αναγκών των νοικοκυριών   

Ως πρώτη ύλη οι αγγειοπλάστες χρησιμοποιούν το «χώμα» δηλαδή όλα τα είδη των αργίλων μεμονωμένα ή σε μείγμα για τη δημιουργία των ειδών της Κεραμικής και Αγγειοπλαστικής τέχνης. Τα είδη των υλικών που χρησιμοποιούνται σήμερα με βασικές ιδιότητες την ελαστικότητα και την υδραυλική τους ιδιότητα, είναι η λεπίδα με γκρι-μπλε ή βαθύ καφεκόκκινο χρώμα, το κόκκινο χώμα που είναι κόκκινος άργιλος με λεπτούς κόκκους και που απορροφά εύκολα και ομοιόμορφα το νερό, το πιθαρόχωμα που χρησιμοποιείται μόνο στο Θραψανό και έχει ανοιχτό κόκκινο χρώμα, και τέλος τον άργιλο που ονομάζουν στην Κρήτη Κουμουλιά που έχει συνήθως κιτρινωπό χρώμα και θεωρείται καλής ποιότητας.

Μετά την εξόρυξη του καταλλήλου χώματος ακολουθούν οι επόμενες εργασίες:
Το σπάσιμο των βώλων, το κοσκίνισμα, η υγροποίηση και η επεξεργασία του πηλού ο οποίος με την εμπειρία του αγγειοπλάστη και την συμβολή των χεριών και των ματιών του μετατρέπεται με την ίδια σχεδόν μέθοδο από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, σε όμορφα και χρήσιμα αντικείμενα. 
Απαραίτητα εργαλεία για την κατασκευή των πιθαριών και των λοιπών σκευών  είναι ο τροχός, το σφουγγάρι, και το χτένι. Ο  παραδοσιακός ποδοκίνητος τροχός και το τροχί όπου κατασκευάζονται τα πιθάρια, αποτελούνται από ξύλο. Ο τροχός αποτελείται από το αδράχτι, το πλιθί, το σκαμνί, τη  κεφαλαριά, το διαζύλι, και το κολοσάνιδο. Το αδράχτι είναι ο άξονας περιστροφής του τροχού,  ενώ το πλιθί μια επίπεδη πέτρα στρωμένη στο έδαφος, στο κέντρο της οποίας  δημιουργείται μια εσοχή όπου περιστρέφεται το ένα άκρο του αδραχτιού. Το σκαμνί είναι ένας  ξύλινος δίσκος που περιστρέφει ο αγγειοπλάστης με το πόδι του δίνοντας έτσι την κίνηση σ' όλον τον τροχό, ενώ κεφαλαρά είναι ο δίσκος του τροχού πάνω στον οποίο κατασκευάζονται τα αγγεία. Το διαζύλι, τέλος είναι μια σανίδα  μέσα από την οποία περνά και στηρίζεται κάθετα το αδράχτι, ενώ το κολοσάνιδο χρησιμεύει για να κάθεται  ο δημιουργός αγγειοπλάστης την ώρα της εργασίας του. 
Kωνσταντίνα Π. Στέλλα Ε.

Ακονιστής

Ο ακονιστής γυρνούσε από γειτονιά σε γειτονιά για να ακονίσει μαχαίρια, τσεκούρια, ψαλίδια και άλλα κοφτερά αντικείμενα που χρειαζόντουσαν ακόνισμα. Έτσι κουβαλούσε το ακόνι, όπου ήταν ένας τροχός φτιαγμένος από μια λεία και σκληρή πέτρα, ήταν ειδική πέτρα. Είχε διάμετρο περίπου 30 εκατοστών και στηριζόταν πάνω σε μια ξύλινη βάση που το ύψος της έφτανε το ένα μέτρο περίπου. Καθώς ο ακονιστής πατούσε το πεντάλι, ο τροχός περιστρεφόταν και ακόνιζε τις λεπίδες. Όταν τέλειωνε το ακόνισμα, έσιαζε τα μαχαίρια και τα ψαλίδια με τις λίμες και τα σφυριά, γιατί από την πολύ την χρήση, στράβωναν. Τέλος τα λάδωνε με τη λαδόπετρα για να μη σκουριάσουν.


Καλαθάς

Καλαθάδες υπάρχουν ακόμα και σήμερα. Επειδή χρειάζονταν καλάθια για το μάζεμα της ελιάς, του καπνού αλλά και για τη μεταφορά των προϊόντων τους υπήρχαν οι καλαθάδες που έφτιαχναν καλάθια από καλάμια. Βέβαια πολλοί τα έφτιαχναν και μόνοι τους στα σπίτια τους και δεν αγόραζαν από τους καλαθάδες. Οι καλαθάδες έπαιρναν καλάμια που τα μάζευαν από τις όχθες των ποταμών και των βάλτων και τα έκοβαν κατά μήκος με ειδικά μαχαίρια. Τις λουρίδες αυτές από τα καλάμια τις έπλεκαν κι έφτιαχναν καλάθια και πανέρια σε διάφορα μεγέθη.
Kωνσταντίνα Π. Στέλλα Ε.

O Καροποιός

Οι καροποιοί ήταν κατασκευαστές και επισκευαστές καρών. Από το 1920 μέχρι το 1970 το επάγγελμα του καροποιού ήταν ιδιαίτερα χρήσιμο εμφανιστούν τα αυτοκίνητα (φορτηγά).  Τα καρά ήταν δίτροχα η τετράτροχα που τα έσερναν γαϊδουριά άλογα η βόδια ανάλογα με τι χρίση που είχε το κάθε ένα. Ήταν φτιαγμένα με ξύλα και σίδερο και γινόταν από ειδικούς τεχνίτες κηροποιούς, τα εργαλεία που χρησιμοποιούσαν ήταν το σκεπάρνι, ο ξυλοφάγος, το σφυρί, η βαριοπούλα, το πριόνι, η σφιχτρα, και η αρίδα. Στη Θράκη υπήρχαν ονομαστοί καροποιοί που έφτιαχναν γερά καρά.
Σήμερα το επάγγελμα του καροποιού δεν υπάρχει. Πλέον έχει χαθεί αιδώ και τρεις δεκαετίες από τότε που άρχισαν να εμφανίζονται τα φορτηγά και τα τρακτέρ. 
Νίκος Τ.  

 O καστανάς

   Το επάγγελμα του καστανά ήταν σχετικά ένα δύσκολο επάγγελμα επειδή  o καστανάς  έπρεπε να δουλεύει με όλα τα καιρικά φαινόμενα. Κάθε πρωινό ο καστανάς στέκονταν σε μια μεριά του δρόμου έβαζε ένα ένα τα κάστανα επάνω στο καροτσάκι που είχε στερεωμένο επάνω ένα μαγκάλι και τα έψηνε. Όταν τα κάστανα ήταν έτοιμα τα έβαζε μέσα σε χωνάκια από εφημερίδες και τα πουλούσε στους περαστικούς. Αυτό το επάγγελμα σήμερα έχει σταματήσει στις περισσότερες περιοχές  της Ελλάδας επειδή  έχουν αλλάξει και οι  συνήθειες των ανθρώπων.

 ΔΗΜΗΤΡΗΣ Μ.


Ο Παγωτατζής

Το ζεστό ελληνικό καλοκαίρι είναι συνδεδεμένο με το παγωτό. Παιδιά αλλά και μεγάλοι, όλες τις ώρες της ημέρας αναζητούν τη δροσιά της «παγωμένης απόλαυσης».

Τα παγωτά φτιάχνονται είτε από γάλα ή σκόνη γάλακτος είτε είναι παγωτά φρούτων - γρανίτες.



Το γραφικό ξυλάκι με γεύση βανίλιας ή το παγωτό χωνάκι, έχουν μείνει στην μνήμη όλων των ανθρώπων που στην παιδική ηλικία τα γεύτηκαν και τα απόλαυσαν με ευχαρίστηση.

Ο παγωτατζής με το άσπρο καπελάκι και την λευκή ποδιά του ήταν παραδοσιακός, ευχάριστος, και ο πιο αγαπημένος μικροπωλητής για τα παιδιά.



Με το τρίτροχο ποδήλατο ή το μηχανοκίνητο καροτσάκι έκανε την

εμφάνισή του στα συνηθισμένα σημεία, και πουλούσε το παγωτό του,

στα δημοτικά σχολεία, στις εκκλησίες τις Κυριακές και τις γιορτές,

στους γάμους και στα πανηγύρια, στις πλατείες, στα παζάρια,

στις εκδρομές, στους ποδοσφαιρικούς αγώνες και όπου αλλού είχε

πολυκοσμία.



Την πρώτη εμφάνισή του την έκανε την Άνοιξη, τις μέρες του Πάσχα και σταματούσε το φθινόπωρο με την εμφάνιση των καστανάδων, αν και οι περισσότεροι από αυτούς ήταν οι ίδιοι, διότι έκαναν παράλληλα και δεύτερο εποχιακό επάγγελμα.Μέσα στην καλοκαιριάτικη λαύρα ξαφνικά η φωνή του Παγωτατζή ακούγονταν. «Ο παγωτατζής! Στο χωνάκι το'χω! Φρέσκα και Δροσερά παγωτά!»

Το παλιό καροτσάκι του παγωτατζή ήταν σωστό κομψοτέχνημα , με το ωραίο σκέπαστρο, τις παραστατικές λαΪκές ζωγραφιές και τα διάφορα σχέδια που κοσμούσαν τις πλευρές του.Το παγωτό παλαιότερα ήταν πολύ δύσκολη υπόθεση. Τους καλοκαιρινούς μήνες ήταν πραγματικά κουραστικό να εξασφαλίσει ο παγωτατζής την ψύξη του παγωτού.

Μέσα στον ξύλινο κάδο του καροτσιού υπήρχε ένα πολύ πιο μικρό εσωτερικό μεταλλικό δοχείο, όπου υπήρχαν τα αγαπημένα μας παγωτά. Ανάμεσα στο κενό, μεταξύ του μεταλλικού και ξύλινου κάδου έβαζαν χιόνι και αργότερα διάφορα μικρά κομμάτια πάγου μαζί με χοντρό αλάτι για να διατηρούν παγωμένα τα παγωτά.

Ο Παγωτατζής γνώριζε τη συνταγή, τα υλικά και τις αναλογίες.Μέσα στον μεταλλικό κάδο έβαζε το γάλα, το σιμιγδάλι, τη ζάχαρη, τα αυγά, τη βανίλια κλπ. Σκέπαζε τον κάδο και άρχιζε να τον περιστρέφει μέχρι να πήξει το παγωτό. Στη συνέχεια το πάγωνε και ξεκινούσε με το καροτσάκι του για τη δουλειά.

Σήμερα το τυποποιημένο παγωτό έχει κυριαρχήσει στην αγορά, ο πλανόδιος πωλητής δεν γυρίζει πια στις γειτονιές και το παραδοσιακό Πολίτικο καϊμάκι ανήκει μάλλον στο παρελθόν.
ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ Τ., ΧΡΗΣΤΟΣ Β.
Ο πεταλωτής
  Παλιά υπήρχαν πολλοί πεταλωτές μια και ήταν απαραίτητοι αφού κάθε σπίτι στο χωριό είχε και ένα ζώο για τις δουλειές του, γαϊδούρι ή μουλάρι. Ο πεταλωτής έβαζε στα ζώα τα πέταλα που ήταν ας πούμε τα παπούτσια τους. 

Τα εργαλεία που χρησιμοποιούσε ο πεταλωτής ήταν τα πέταλα, το σφυρί, η τανάλια, το σατράτσι και τα καρφιά. Στην αρχή ακινητοποιούσαν το πόδι του ζώου και ο πεταλωτής έβγαζε το παλιό φθαρμένο πέταλο. Μετά με το σατράτσι που ήταν ένα μαχαίρι σε σχήμα μικρού τσεκουριού έκοβε την οπλή του ζώου από κάτω έτσι ώστε να την ισιώσει. Μετά έβαζε το καινούργιο το πέταλο και το κάρφωνε με τα ειδικά καρφιά. Τα καρφιά αυτά είχαν μεγάλο κεφάλι έτσι ώστε να προεξέχουν από την πατούσα του ζώου και να μη γλιστράει. Τα πέταλα ήταν σε διάφορα μεγέθη και τα κατασκεύαζαν από σίδερο. Τα πέταλα είχαν τρύπες γύρω - γύρω για να μπαίνουν τα καρφιά. Το πετάλωμα γινόταν και στα τέσσερα πόδια του ζώου. Αυτό γινόταν για να μπορεί να περπατάει στους κακοτράχαλους δρόμους χωρίς να πληγώνονται τα πόδια του και για να διατηρεί την ισορροπία του.  

ΚΟΣΜΑΣ Γ. - ΕΛΕΝΗ Γ.

 Ο πλανόδιος μανάβης


Ο πλανόδιος μανάβης ήταν από τους πιο αγαπητούς μικροπωλητές στα χωριά. Σ’ αυτό δεν συντελούσε μόνο η εξυπηρέτηση και η προμήθεια των απαραίτητων τροφίμων στην οικογένεια του χωρικού αλλά η καθημερινή επαφή με τις νοικοκυρές δημιουργούσε μια φιλική σχέση που τη διέκρινε η αμοιβαία εμπιστοσύνη. Ο μανάβης ιδιαίτερα όταν αυτός ήταν ευχάριστος και κοινωνικός άνθρωπος ενημέρωνε τις νοικοκυρές για όσα γίνονταν στον κόσμο. Βλέπετε τότε δεν υπήρχαν τα ΜΜΕ και ο μανάβης αποτελούσε ένα μέσο ενημέρωσης. Αυτός θα μετάφερε και τα διάφορα νέα από χωριό σε χωριό.

Το επάγγελμα του μανάβη πέρασε και αυτό διάφορα στάδια εξέλιξης. Τα πρώτα χρόνια ο πλανόδιος μανάβης χρησιμοποιούσε ένα από τα πιο συμπαθητικά ζώα, το γαϊδουράκι που από εδώ και πέρα θα το βλέπουμε όλο και πιο σπάνια. Το φόρτωνε με κοφίνια και από τις δύο πλευρές του. Μέσα είχε διάφορα ζαρζαβατικά ανάλογα με την εποχή γιατί τότε δεν υπήρχαν θερμοκήπια και στην αγορά διακινούνταν μόνο τα εποχιακά. Μετά από λίγα χρόνια και σε συνδυασμό με την οικονομική επιφάνεια του μανάβη το γαϊδουράκι αντικαταστάθηκε από το άλογο ή από το δίτροχο κάρο. Έπρεπε να φροντίζει ο μανάβης για την καλή κατάσταση του ζώου και τη διατροφή του, να το ξεκουράζει συχνά και να του δίνει νερό. Απαραίτητα εργαλεία: η ζυγαριά (κρεμαστή) οι οκάδες και τα δράμια που αργότερα έγιναν κιλά και γραμμάρια. Την εποχή πριν το 1940 οι άνθρωποι στα χωριά δεν πλήρωναν με χρήματα. Οι συναλλαγές γίνονταν με είδος.

     Ο κάμπος ήταν φυτεμένος με διάφορα οπωροφόρα δέντρα και καλλιεργούσαν κηπευτικά. Ήταν τα λεγόμενα περιβόλια του κάμπου. Εκεί κάθε κηπουρός ή περιβολάρης καλλιεργούσε τα προϊόντα: πατάτες, τομάτες, μελιτζάνες, φασολάκια κ.ά. καλλιέργειες φρούτων και ζαρζαβατικών. Επίσης χειμερινά κηπευτικά όπως κουνουπίδια λάχανα, σέλινα, μαρούλια, κρεμμύδια κ.ά.

Πώς τα πουλούσαν

Κάθε περιβολάρης μάζευε τα προϊόντα και τα τοποθετούσε σε διάφορα κοφίνια. Τα μεγάλα κοφίνια τα έλεγαν “ανδρικά” και τα πιο μικρά “καφάσια”. Τα κηπευτικά αυτά κάθε πρωί τα φόρτωναν στα άλογα ή τα γαϊδούρια και πήγαιναν καιτα πουλούσαν στα περίχωρα. Είχαν μαζί τους και την “πελάντζα” δηλαδή τη ζυγαριά για τις μικρές ποσότητες. Για τις μεγάλες ποσότητες π.χ ένα τσουβάλι πατάτες, είχαν τα “καντάρια”. Γύριζαν λοιπόν σε όλο το Κρανίδι και διαλαλούσαν τα προϊόντα φωναχτά ώστε να βγουν οι νοικοκυρές να ψωνίσουν τα προϊόντα τους. Πουλούσαν την πραμάτεια τους στις καλύτερες τιμές διότι τα καλλιεργούσαν μόνοι τους και δεν μεσολαβούσαν οι έμποροι. Είχαν μεγάλη πελατεία σε κάθε γειτονιά επειδή όλοι ήξεραν ότι ήταν φρέσκα και φτηνά. Όταν ξεπουλούσαν πήγαιναν στις ταβέρνες δυο-δυο μανάβηδες φίλοι, έπαιρναν ένα μεζέ και τέλος έκαναν διάφορα ψώνια για τις ανάγκες της οικογένειας. Κατά το μεσημεράκι γύριζαν πάλι στη δουλειά τους. Αυτό γινόταν καθημερινά και έτσι ήταν το επάγγελμα τους.



ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ Π.



Ο ΣΑΜΑΡΟΠΟΙΟΣ
Σαμαροποιός ή σαμαράς είναι ο τεχνίτης που  κατασκευάζει το σαμάρι που τοποθετείτε  στη ράχη των κατοικίδιων ζώων.Το σαμάρι δέχεται φορτίο ή αναβάτη.Το σαμάρι του τόπου μας είναι όμοιο με το σαμάρι σ΄όλη τη Βαλκανική και την Μικρά Ασία,είναι μακρύτερο από της δυτικής Ευρώπης.
Αποτελείται από δύο μέρη:
1.Τη στρωματιά,ένα στρώμα διπλωμένο ώστε να κάθεται επάνω το ζώο.Η επάνω όψη της είναι  από  προβιά ακατέργαστη  ή δέρμα κατεργασμένο το μεσσίνι.Η κάτω επιφάνεια της είναι από αραιό υφασμένο χοντρό μάλλινο,το σαμαροσκούτι.Είναι παραγεμισμένη από ξερό ραγάζι ή από άχυρο σίκαλης.

2.Το ξυλίκι.Είναι σκελετός ξύλινος που αποτελείται από μια αψίδα που καβαλά τη βάση του τραχήλου και γι΄αυτό το  λόγο είναι στενή ,το μπροστάρι,και από μια αψίδα που καβαλά τη μέση του ζώου,φαρδιά το πιστάρι. Μπροστάρι και πιστάρη ενώνονται  με τα 6 παΐδια,πήχες πλατιές,περαστές στις αψίδες,δύο από κάθε πλευρά,καμπύλες και εφαρμοστές στη στρωματιά,και δύο από από πάνω,με αντίθετη καμπύλη που στηρίζονται μόνο στις  αψίδες χωρίς να αγγίζουν την στρωματιά .Αυτές δέχονται το βάρος του αναβάτη ή του φορτίου στο πιστάρι στη μέση,υπάρχουν τα κοτσάκια,δυο γάντζοι συμμετρικοί γυρισμένοι προς τα μέσα.
 ΣΤΕΛΛΑ Δ.
 O TΣΑΓΚΑΡΗΣ
 
Σήμερα όταν λέμε τσαγκάρης εννοούμε τον τεχνίτη που επιδιορθώνει τα χαλασμένα μας παπούτσια. Πολλοί τσαγκάρηδες γύριζαν τις γειτονιές και μάζευαν παπούτσια για επιδιόρθωση. Δηλαδή ήσαν μπαλωματήδες.

 

Πριν χρόνια όμως, ο τσαγκάρης τα έφτιαχνε ο ίδιος απ’ την αρχή.

 

Το τσαγκαράδικο, ο χώρος όπου ήταν στημένος ο πάγκος του με όλα τα σύνεργα, ήταν ανοιχτό απ’ το πρωί μέχρι αργά το βράδυ. Στον πάγκο βρίσκονταν, βελόνες, σακοράφες, σουβλιά, σφυράκια, λίμες, τανάλιες καλαπόδια, που έβαζε μέσα στο παπούτσι. Δεν υπήρχαν τότε κόλες και μηχανές. Εκεί, σκυμμένος πάνω από τον πάγκο του, δούλευε ώρες ατελείωτες φορώντας πάντα τη χαρακτηριστική δερμάτινη ποδιά του. Εκεί δεχόταν και τις παραγγελίες των πελατών του.



Στις μεγάλες πόλεις υπήρχαν μεγάλα τσαγκαράδικα, όπου δούλευαν πολλοί τσαγκάρηδες, μαζί με καλφάδες και τσιράκια. Τα τσαγκαράδικα αυτά δέχονταν μεγάλες παραγγελίες και για να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις των πελατών, δούλευαν ασταμάτητα. Ένα ζευγάρι παπούτσια, τότε κόστιζαν σχεδόν μια χρυσή λίρα, για να φτιαχτούν χρειάζονταν 2-3 ημέρες δουλειά. Είχαν φυσικά στη διάθεση τους και μερικά μέσα, όπως ποδοκίνητες μηχανές, για να ράβουν γρηγορότερα τα παπούτσια.

 

Τα τσιράκια, που έκαναν βοηθητικές δουλειές, δούλευαν χωρίς αμοιβή. Μερικές φορές μόνο τους έδινε ένα συμβολικό ποσό το αφεντικό ή κάποιο χαρτζιλίκι το Σαββατοκύριακο. Κι όλα αυτά, αν ήταν υπάκουα και είχε πάει καλά ο τζίρος του μαγαζιού. Έπαιρναν όμως από τους πελάτες φιλοδωρήματα, ενώ οι καλφάδες έπαιρναν ένα μικρό μεροκάματο.



Η κατασκευή τους ήταν εξ ολοκλήρου χειροποίητη. Δεν υπήρχαν τότε κόλλες και μηχανές. Ήταν ραφτά και καρφωτά. Για να κατασκευάσει ο τσαγκάρης αγόραζε το δέρμα. Τα δέρματα ήταν δύο ειδών, τα ψιλά που τα χρησιμοποιούσε για το πάνω μέρος του παπουτσιού και τα χοντρά, με τα οποία έφτιανε το κάτω μέρος, τις σόλες δηλαδή.



Όταν ερχόταν ο πελάτης για να παραγγείλει ένα ζευγάρι παπούτσια, τον έβαζε ο τσαγκάρης να πατήσει πάνω σ’ ένα χοντρό πετσί κι εμείς μ’ ένα μολύβι, που το σάλιωνε προηγουμένως ζωγράφιζε το πέλμα του.

 ΡΑΦΑΗΛΙΑ  Χ., ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ Π.

Οι χτενάδες
Χτενάδες ήταν και οι επισκευαστές των χτενιών, εξαρτημάτων των αργαλειών. Ο κτενάς ή όπως συνηθιζόταν ο χτενάς, όπως και τόσοι άλλοι κατασκευαστές εξαρτημάτων του αργαλειού, ήταν εποχιακός πωλητής. Αυτοί συνήθως γύριζαν στα χωριά και τα νησιά για να επισκευάσουν τα χτένια που είχαν χαλάσει. Είχαν μιά λινατσένια σακούλα κρεμασμένη στην πλάτη. Εκεί μέσα είχαν τις κλωστές, τα καλαμάκια και όποιο άλλο χειροποίητο αντικείμενο ήταν εύκολο να μεταφερθεί και να πουληθεί στην γειτονιά.
Στο υποτυπώδες εργαστήριό του, που συνήθως ηταν στην πόλη, κατασκεύαζε καρέλια, ρόκες, ανεμίτσες, λανάρια, μασούρια, δρούγες, σφονδύλια, μιτάρια, χτένια και άλλα εξαρτήματα χρήσιμα στη λειτουργία του αργαλειού. Για την κατασκευή ενός χτενιού χρειαζόταν παπουτσοκλωνά, βελόνες κεντήματος, καλαμάκια για τα δόντια του χτενιού και μεγάλα καλάμια ή λεπτά σανιδάκια για τις άκρες.
Τα χτένια διακρίνονταν από τη χρήση που θα είχαν μετά. Έτσι οι αποστάσεις μεταξύ των δοντιών, ήσαν πιο μικρές ή πιο μεγάλες να περνάνε οι κλωστές από το στιμόνι. Οι κλωστές έπρεπε να ήσαν ισόπαχες για να περάσουν από τα δόντια και να μη λέμε ότι «έφτασε ο κόμπος στο χτένι». Τούτο γινόταν άμα οι κλωστές είχαν κόμπους. Τότε με το χτύπημα του χτενιού για πυκνή ύφανση η κλωστή κοβώταν και η υφάντρα είχε μπελάδες. Άντε να την ξαναδέσεις, να μη φαίνεται το μάτισμα στο ύφασμα, γιατί θα ήταν ατέλεια και συνεπώς όχι καλής ποιότητας υφαντό.
Το χτένι για να δουλέψει μπαίνει σε ειδική θήκη που κρέμεται από τον οροφή του αργαλειού. Για να μπουν οι κλωστές του στιμονιού στα χτένια υπήρχαν δύο γυναίκες. Από την μία πλευρά η μία έβαζε κάποιο μαχαίρι μέσα στα δοντάκια και από την άλλη η άλλη έβαζε την κλωστή. Με το μαχαίρι η πρώτη περνούσε μέσα στα δόντια τις κλωστές και έτσι δεν υπήρχε περίπτωση να μείνουν δόντια χωρίς στιμόνια. Αλλα είδη χτενιών ήταν για πολύ χοντρά ρούχα, όπως ήταν για τις τσόχες που έκαναν τις τσαντήλες για τα λιοτρίβια.
Η τέχνη του χτενά και πιό πολύ η ειδικότητά του, ήταν να κάνει τα περίφημα πανόχτενα για πανιά που ύφαιναν στους αργαλειούς, ρασσόχτενα για πιο λεπτά υφάσματα και πολλά άλλα.
ΔΩΡΑ Π.
 

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Επίσης
Νερουλάς
Ασβεστής
Παπλωματής
Μπαλωματής
Αγωγιάτης
Αλετράς
Βαρελάς
Γανωτής
Καροποιός
Γυρολόγος
Αρκουδιάρης
Τοκιστής ( Σουλατσαδόρος)
Καλαθοποιός
Τελάλης
Καπελάς
Ντενεκετζής
Καραγωγός ( ιδιοκτήτης κάρου)
Καρβουνιάρης
Παγοπώλης
Παπατζής
Σαράφης ( λίρες )
Πιλοποιός
Ακονιστής